Function Disabled

Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

Άπόλλων - Ο πρώτος των πολλών

Απόλλωνας


Ο Απόλλωνας ανήκει στη δεύτερη γενιά των Ολύμπιων θεών. Είναι καρπός της ερωτικής σχέσης του Δία με τη Λητώ και αδερφός της Άρτεμης.

Ο Δίας, ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων, θαμπώθηκε από την ομορφιά της Λητώς που προερχόταν από τη γενιά των Τιτάνων και έσμιξε ερωτικά μαζί της. Η ζηλιάρα Ήρα όμως αγανακτισμένη από τις αναρίθμητες απιστίες του άντρα της με θνητές και θεές και επειδή δεν είχε τη δύναμη να βλάψει το σύζυγό της, εναντιώθηκε στη Λητώ και βάλθηκε να μην την αφήσει με κανένα τρόπο να γεννήσει.

Μάταια η Λητώ έτρεχε κατάκοπη σ' ολόκληρη τη γη, δοκιμάζοντας κάμπους, βουνά και θάλασσες για να γεννήσει τα παιδιά της· ολόκληρη η γη αρνιόταν να τη δεχτεί γιατί φοβόταν την τρομερή εκδίκηση της Ήρας. Μονάχα ένα μικρό πλεούμενο νησί, η Ορτυγία (νησί των Ορτυκιών) ή Αστερία, δέχτηκε να δώσει άσυλο στη δυστυχισμένη Λητώ. Το νησάκι αυτό ήταν φτωχό και άγονο, δεν μπορούσαν να βοσκήσουν σ' αυτό πρόβατα ούτε βόδια, ούτε όμως και να καρπίσουν αμπέλια ή άλλα δέντρα. Γι' αυτό λοιπόν δε φοβόταν την οργή της θεάς. Ο Απόλλωνας για να ανταμείψει το φτωχό νησί, μόλις γεννήθηκε το στερέωσε για πάντα με τέσσερις στήλες στο βυθό της θάλασσας και του έδωσε το όνομα Δήλος (= Φωτεινή).

Εννιά ολόκληρες μέρες κράτησαν οι πόνοι της γέννας. Η Λητώ ξαπλωμένη στη ρίζα μιας φοινικιάς, του μοναδικού δέντρου που υπήρχε πάνω στο νησί, βογκούσε από τους πόνους και εκλιπαρούσε την Ήρα να της επιτρέψει να γεννήσει τα παιδιά της. 

Η Αθηνά, η Δήμητρα, η Αφροδίτη και άλλες μικρότερες θεές έτρεξαν να βοηθήσουν τη Λητώ, όμως δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα χωρίς τη συγκατάθεση της Ήρας, που κρατούσε επάνω στον Όλυμπο την Ειλείθυια, τη θεά των αίσιων τοκετών. Τελικά, έστειλαν την πολύχρωμη Ίριδα, την αγγελιοφόρο των θεών, για να ζητήσει από την Ήρα να επιτρέψει τον τοκετό, προσφέροντάς της ένα περιδέραιο εξαιρετικής ομορφιάς από μάλαμα και κεχριμπάρι, εννιά πήχεις, που είχε κατασκευάσει στο εργαστήρι του ο μεγάλος τεχνίτης των θεών, ο Ήφαιστος. Αυτό το δώρο καταλάγιασε το θυμό της Ήρας, που έστειλε την Ειλείθυια στη Δήλο. Η Λητώ εξαντλημένη από τους αβάσταχτους πόνους τόσων ημερών γονάτισε στη ρίζα της φοινικιάς και έφερε στον κόσμο πρώτα την Άρτεμη και αμέσως μετά τον Απόλλωνα. Την ώρα της γέννας του θεού ιεροί κύκνοι πετούσαν πάνω από το νησί κάνοντας εφτά κύκλους, γιατί ήταν η έβδομη μέρα του μήνα.

Η Λητώ δεν πρόλαβε να βυζάξει καθόλου το νεογέννητο θεό. Μόλις γεννήθηκε, η Θέμιδα έσταξε στο στόμα του μερικές σταγόνες νέκταρ και λίγη αμβροσία και έτσι έγινε το θαύμα: το βρέφος άρχισε να μεγαλώνει απότομα, τα σπάργανα σκίστηκαν και έπεσαν από το σώμα του. Οι θεές θαμπωμένες από την ομορφιά του, τον καμάρωναν να κάνει βόλτες πάνω στο νησί.Αμέσως ο Απόλλωνας έτρεξε πάνω στον Όλυμπο για να πάρει την ευχή του παντοδύναμου πατέρα του, αλλά και για να γνωρίσει τους υπόλοιπους θεούς. Ο Δίας καλοδέχτηκε το γιο του και του πρόσφερε πάρα πολλά πλούσια και πανέμορφα δώρα. Ανάμεσα σ' αυτά ήταν μια ολόχρυση μίτρα στολισμένη με ρουμπίνια και σμαράγδια, που συμβόλιζε τη δύναμη του θεού και είχε πάνω σκαλισμένες σκηνές από τη ζωή των Ολυμπίων. Επίσης, ο Δίας του χάρισε μια λύρα που ο Απόλλωνας την αγαπούσε πολύ και κάθε φορά που έπαιζε, με τη μουσική του μάγευε θεούς και ανθρώπους· επιπλέον ένα πανώριο άρμα ζεμένο με εφτά ολόλευκους κύκνους που μετέφεραν το θεό σε όποιο σημείο της γης ή του ουρανού επιθυμούσε.

Αμέσως μετά ο Δίας διέταξε τις Ώρες να στρώσουν τραπέζι με νέκταρ και αμβροσία για να καλωσορίσουν όλοι μαζί τον καινούριο θεό πάνω στον Όλυμπο. Ακολούθησε τρικούβερτο γλέντι μέχρι το πρωί. Ο Απόλλωνας έπαιζε με τη λύρα του και χόρευαν οι Χάριτες, η Αρμονία, η Ήβη, η Αφροδίτη και η Άρτεμη· σε λίγο μπήκαν στο χορό και ο Ερμής με τον Άρη.Μια άλλη όμως παράδοση διηγείται ότι αμέσως μετά τη γέννησή του οι κύκνοι μετέφεραν τον Απόλλωνα στη χώρα τους που βρισκόταν στις όχθες του Ωκεανού, τους Υπερβόρειους· εκεί καθιέρωσαν τη λατρεία του θεού που τη γιόρταζαν αδιάκοπα. Ο Απόλλωνας έμεινε στη χώρα των Υπερβορείων ένα χρόνο και επέστρεψε στην Ελλάδα κατακαλόκαιρο. Η φύση ολόκληρη γιόρτασε με κάθε τρόπο την επιστροφή του μεγάλου θεού με γλέντια και τραγούδια· τα τζιτζίκια και τ' αηδόνια τραγουδούσαν και τα νερά των πηγών ήταν πιο καθαρά. Οι Νύμφες και οι Νεράιδες των ποταμών και των λιμνών χόρευαν μερόνυχτα ολόκληρα στα βουνά και τα ξέφωτα. Κάθε χρόνο στους Δελφούς γιόρταζαν αυτή την επιστροφή του με εκατόμβες, δηλαδή ομαδικές θυσίες εκατό ζώων.

Στους Δελφούς ο Απόλλωνας σκότωσε ένα φοβερό δράκοντα που ονομαζόταν Πύθωνας και είχε δέκα χέρια και τέσσερα μάτια. Ο δράκοντας αυτός που έμοιαζε με τεράστια σαύρα έκανε πολλές καταστροφές στην περιοχή. Θόλωνε τα νερά αναταράζοντας τις πηγές και τα ποτάμια, κατέστρεφε τις καλλιέργειες, καταβρόχθιζε τα κοπάδια και τρόμαζε τις Νύμφες· όταν μάλιστα ήταν πολύ μανιασμένος, στραγγάλιζε και κατάπινε τους ανήμπορους κατοίκους. Εξάλλου, αυτό το τέρας είχε κυνηγήσει, με εντολή της Ήρας, τη Λητώ όταν έψαχνε τόπο για να γεννήσει τα παιδιά της.

Ο Απόλλωνας με τα ολόχρυσα βέλη που του χάρισε ο Ήφαιστος εξόντωσε τον Πύθωνα και έτσι απάλλαξε τους κατοίκους της περιοχής που για να θυμούνται το κατόρθωμά του καθιέρωσαν προς τιμή του αγώνες οι οποίοι ονομάστηκαν Πυθικοί Αγώνες. Επίσης, έχτισαν ένα μαντείο, το μαντείο των Δελφών, όπου εκεί η Πυθία καθισμένη πάνω στον ιερό τρίποδα, μασώντας φύλλα δάφνης σε κατάσταση ένθεης μανίας αποκάλυπτε τους διφορούμενους χρησμούς του θεού.
Από το μαντείο αυτό πέρασε κάποτε ο ημίθεος Ηρακλής για να ζητήσει χρησμό.

Η Πυθία όμως αρνήθηκε να του απαντήσει, γι' αυτό ο Ηρακλής έκλεψε τον ιερό τρίποδα και πήγε να ιδρύσει αλλού μαντείο. Ο Λοξίας (προσωνυμία του Απόλλωνα για τους διφορούμενους χρησμούς του) καταδίωκε για πολύ καιρό τον Ηρακλή· όταν τον έφτασε, πάλευαν εννιά ολόκληρες μέρες και νύχτες αδιάκοπα, ολόκληρη η γη τρανταζόταν από τα χτυπήματά τους. Τελικά, ο Δίας χώρισε τους δυο αντιπάλους ρίχνοντας ανάμεσά τους έναν κεραυνό.

Ο Απόλλωνας ήταν ένας πανέμορφος θεός, πανύψηλος, με καταπληκτική κορμοστασιά, γαλάζια μάτια και κατάξανθες μακριές μπούκλες. Γι' αυτό είχε πολυάριθμες ερωτικές περιπέτειες με Νύμφες και θνητές.

Έτσι, αγάπησε τη Νύμφη Δάφνη, την κόρη του θεού ποταμού Πηνειού της Θεσσαλίας. Αυτή ήταν πανέμορφη και τη ζητούσαν από τον πατέρα της πολλά παλικάρια και γνωστοί ήρωες. Ο Πηνειός την παρακαλούσε να παντρευτεί για να του χαρίσει εγγόνια. Αυτή όμως, αγύριστο κεφάλι, δεν άκουγε το γέροντα πατέρα της, γιατί προτιμούσε να κυνηγάει μέσα στα δάση και να συντροφεύει την παρθένα Άρτεμη. Όταν κάποτε τη συνάντησε ο Απόλλωνας, θαμπώθηκε από την ομορφιά της και θέλησε να την κάνει δική του. Η Νύμφη όμως δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτα του θεού και κατέφυγε στο βουνό. Μερόνυχτα ολόκληρα ο Φοίβος (προσωνυμία του Απόλλωνα) την κυνηγούσε ανάμεσα στους θάμνους και τα πουρνάρια, φωνάζοντάς της πως δεν ήταν ένας τυχαίος γαμπρός αλλά ο λαμπρός Απόλλωνας που τον τιμούσαν θεοί και θνητοί. Τη στιγμή όμως που κόντευε να τη φτάσει, η Νύμφη παρακάλεσε τον πατέρα της να τη σώσει από το αγκάλιασμα του θεού. Τότε ο Πηνειός που λυπήθηκε την κόρη του, τη μεταμόρφωσε στο ομώνυμο δέντρο· τα πόδια της έγιναν οι ρίζες της δάφνης, το σώμα της ο κορμός, τα χέρια της τα κλαδιά και τα μαλλιά της τα φύλλα του γνωστού δέντρου. Ο Απόλλωνας κλαίγοντας απαρηγόρητα αγκάλιασε το δέντρο και αφού δεν κατάφερε να σμίξει με τη Νύμφη όσο ήταν ζωντανή, ορκίστηκε ότι στο εξής η δάφνη θα ήταν το ιερό δέντρο του και ο ίδιος θα φορούσε πάντα δάφνινο στεφάνι.

Από τη σχέση του με τη θεά της Θεσσαλίας, τη Νύμφη Κυρήνη, ο Απόλλωνας απέκτησε ένα γιο, τον Αρισταίο.
Η Κυρήνη ζούσε άγρια ζωή στα δάση της Πίνδου και προστάτευε τα κοπάδια του πατέρα της. Μια μέρα επιτέθηκε χωρίς όπλα σ' ένα λιοντάρι, πάλεψε μαζί του και το νίκησε. Ο Φοίβος είδε το κατόρθωμά της και την ερωτεύτηκε. Κατόπιν την απήγαγε και με το ολόχρυσο άρμα του την οδήγησε, πετώντας πάνω από στεριές και από θάλασσες, στη Λιβύη· εκεί σ' ένα ολόχρυσο παλάτι έσμιξε μαζί της.

Και με τις Μούσες ο Απόλλωνας είχε ερωτικές περιπέτειες. Λένε πως από τη Θάλεια απέκτησε τους Κορύβαντες, δαίμονες που ανήκαν στη συνοδεία του Διόνυσου, μαζί με τους Σάτυρους και τα άλλα ξωτικά του δάσους. Με την Ουρανία απέκτησε τους μουσικούς Λίνο και Ορφέα, που γαλήνευαν τη φύση ολόκληρη παίζοντας τον αυλό τους και εξημέρωναν τα άγρια θηρία. Επίσης, ο Απόλλωνας είναι ο πατέρας του Ασκληπιού, του θεού της Ιατρικής. Λένε πως ο ερωτιάρης θεός έσμιξε με τη Κορωνίδα και την άφησε έγκυο. Τον καιρό όμως που αυτή περίμενε παιδί έκανε απιστίες στο θεό πηγαίνοντας μ' έναν θνητό. Όταν το έμαθε αυτό ο Απόλλωνας, οργισμένος από την προσβολή, σκότωσε την άπιστη Κορωνίδα. Τη στιγμή όμως που το σώμα της τοποθετήθηκε πάνω στη φωτιά και ήταν έτοιμο να καεί, ο εκδικητικός θεός μεταμορφωμένος σε γύπα όρμησε και τράβηξε από τα σπλάχνα της το παιδί, ζωντανό ακόμη.

Την ίδια ατυχία είχε και με τη Μάρπησσα, τη βασιλοπούλα της Αιτωλίας. Ο θεός αγαπούσε τη νεαρή κοπέλα, αλλά την έκλεψε ο θνητός Ίδας μ' ένα φτερωτό άρμα που του δώρισε ο Ποσειδώνας και την οδήγησε στη Μεσσήνη. Εκεί, ο Ίδας και ο Απόλλωνας χτυπήθηκαν αλλά τους χώρισε ο Δίας. Η Μάρπησσα είχε δικαίωμα να διαλέξει ανάμεσα στους δυο εραστές. Μάταια ο θεός την παρακαλούσε και της έδινε υποσχέσεις αιώνιας πίστης και αφοσίωσης. Αυτή διάλεξε το θνητό Ίδα, από το φόβο της ότι ο αθάνατος και αιώνια νέος Απόλλωνας θα την παρατούσε στα γεράματά της, όταν θα την εγκατέλειπαν η ομορφιά και η φρεσκάδα της νιότης.
Αλλά και με την Κασσάνδρα, την κόρη του Πρίαμου, ο έρωτας δεν ευνόησε το θεό. Ο Απόλλωνας αγαπούσε την Κασσάνδρα και για να την κερδίσει της υποσχέθηκε να της μάθει την τέχνη της μαντικής. Η νεαρή βασιλοπούλα δέχτηκε, όταν όμως έμαθε καλά την τέχνη, εγκατέλειψε το θεό. Άλλοι πάλι λένε πως ο θεός έσμιξε τελικά με την Κασσάνδρα και απέκτησε μαζί της τον Τρωίλο.

Στην κυρίως Ελλάδα πίστευαν ότι ο Απόλλωνας ήταν εραστής της τοπικής ηρωίδας Φθίας, από την οποία απέκτησε τρεις γιους: τον Δώρο, τον Λαόδοντα και τον Πολυποίτη, που τους σκότωσε ο Αιτωλός. Στην Κολοφώνα πίστευαν πως ο Απόλλωνας ζευγάρωσε με τη Μαντώ, την κόρη του τυφλού μάντη Τειρεσία και από το σπέρμα του γεννήθηκε ο μέγας μάντης Νόμος. Στην Κρήτη ο ερωτομανής θεός αγάπησε την Ακάλλη, την κόρη του Μίνωα· καρπός της κρυφής σχέσης τους ήταν ο Μίλητος. Η Ακάλλη μόλις γέννησε, άφησε το νεογέννητο στο δάσος, γιατί φοβόταν τον πατέρα της. Ο Απόλλωνας φρόντισε να ζήσει ο γιος του στέλνοντας λύκους να τον προστατεύουν και μια λύκαινα να τον θηλάζει.

Στην Αθήνα ο σκανταλιάρης θεός βίασε την Κρέουσα, την κόρη του βασιλιά Ερεχθέα. Εκείνη μόλις γέννησε εγκατέλειψε το παιδί σε μια ερημιά. Ο Απόλλωνας φρόντισε να φέρει το μωρό στους Δελφούς, όπου το μεγάλωσε η Πυθία. Αυτός ο γιος του Απόλλωνα που με τόσο άσχημο τρόπο ήρθε στη ζωή ονομάστηκε Ίωνας.

Διηγούνται πως ο Απόλλωνας δυο φορές υποχρεώθηκε να μπει δούλος στην υπηρεσία θνητών. Η πρώτη φορά ήταν όταν μαζί με τον Ποσειδώνα, την Ήρα και την Αθηνά θέλησαν να πάρουν την εξουσία του Δία και γι' αυτό προσπάθησαν να τον δέσουν με τεράστιες σιδερένιες αλυσίδες και να τον κρεμάσουν στον ουράνιο θόλο. Η συνωμοσία όμως απέτυχε και η τιμωρία του Απόλλωνα ήταν να φυλάει τα κοπάδια του βασιλιά της Τροίας Λαομέδοντα, πάνω στις βουνοπλαγιές της Ίδης. Ο Απόλλωνας έτσι κι έκανε, μια και δεν μπορούσε ν' αντιμιλήσει στον πατέρα του, τον παντοδύναμο Δία. Μόλις όμως πέρασε ο ένας χρόνος, ο Λαομέδοντας αρνήθηκε να πληρώσει το θεό για τις υπηρεσίες του και τον έδιωξε κακήν κακώς. Όταν αυτός διαμαρτυρήθηκε, τον απείλησε ότι θα του κόψει τ' αυτιά και θα τον πουλήσει σαν δούλο. Μόλις ο Απόλλωνας ξαναβρήκε τη θεϊκή του δύναμη, έστειλε φονικό λοιμό στην Τροία που ρήμαζε τη χώρα για έξι ολόκληρους μήνες. Οι γυναίκες γεννούσαν νεκρά παιδιά, τα κοπάδια αποδεκατίζονταν και τα σπαρτά ξεραίνονταν χωρίς να δίνουν καρπούς.

Ο Απόλλωνας πέρασε τη δοκιμασία του βοσκού και για δεύτερη φορά. Αυτό έγινε όταν ο Δίας κεραυνοβόλησε τον Ασκληπιό, γιατί είχε προοδεύσει τόσο πολύ στην ιατρική, ώστε κατόρθωνε να ανασταίνει νεκρούς. Ο Φοίβος πληγώθηκε από το θάνατο του γιου του και για να εκδικηθεί σημάδεψε με τα ολόχρυσα βέλη του πάνω από τον Όλυμπο τους Κύκλωπες που είχαν κατασκευάσει τον κεραυνό. Ο Δίας αγανακτισμένος πια από τη συμπεριφορά του Απόλλωνα δεν αστειευόταν καθόλου· ήθελε να φυλακίσει το γιο του στα ολοσκότεινα και αφιλόξενα Τάρταρα, στα έγκατα της μάνας Γαίας. Όμως η Λητώ τον παρακάλεσε να ελαφρύνει την ποινή του. Τότε μόνο ο Δίας υποχώρησε και διέταξε τον Απόλλωνα να μπει στην υπηρεσία του βασιλιά Άδμητου. Όταν ο Απόλλωνας έφτασε στις Φέρρες της Θεσσαλίας και παρουσιάστηκε στον Άδμητο, αυτός από τη γλυκύτητα της μορφής του και τη θεϊκή ομορφιά του κατάλαβε πως ήταν κάποιος θεός μεταμορφωμένος σε θνητό. Έπεσε στα γόνατά του και του πρόσφερε το θρόνο του. Ο Απόλλωνας όμως του εξήγησε ότι ήταν θέλημα του Δία να δουλέψει στην υπηρεσία του και συγκινημένος από την καλή συμπεριφορά και το σεβασμό του Άδμητου, έφερε την ευημερία στο παλάτι και σ' όλη τη χώρα· όλες οι αγελάδες γεννούσαν δυο μοσχάρια τη φορά, τα χωράφια κάρπιζαν δυο φορές το χρόνο και όλο και περισσότερα πλούτη συγκεντρώνονταν στα χέρια του ευγενικού Άδμητου.Ο Απόλλωνας έλαβε μέρος στη Γιγαντομαχία στο πλευρό του πατέρα του Δία. Επίσης συμμετείχε στον Τρωικό πόλεμο και ήταν πάντοτε με το μέρος των Τρώων. Ακόμη συνέβαλε στην ολοκλήρωση της Αργοναυτικής εκστρατείας βοηθώντας τον Ιάσονα να φτάσει στη μαγική χώρα του Αιήτη.

Δυο φορές χρειάστηκε ο Απόλλωνας να χρησιμοποιήσει τις σαΐτες του για να υπερασπίσει τη μητέρα του, τη Λητώ. Η πρώτη φορά ήταν όταν ο γίγαντας Τιτυός επιθύμησε τη Λητώ και προσπάθησε να τη βιάσει. Ο θεϊκός γιος της ενέργησε αστραπιαία· σκότωσε με τα βέλη του το γίγαντα λίγο πριν πραγματοποιήσει την άτιμη σκέψη του. Κάποια άλλη φορά μαζί με την αδερφή του Άρτεμη εξόντωσαν τα παιδιά της Νιόβης, εκτός από δύο, όταν αυτή καυχήθηκε ότι ήταν πιο ευτυχισμένη και πιο τυχερή από τη Λητώ που είχε μόνο δυο παιδιά, ενώ η ίδια είχε δεκατέσσερα. Ο Απόλλωνας σκότωσε με τα βέλη του τα αρσενικά παιδιά και η Άρτεμη τις κόρες. Ο Δίας λυπήθηκε τη Νιόβη και τη μεταμόρφωσε σε βράχο που κλαίει ακόμη για το χαμό των παιδιών της.

Ο Απόλλωνας ήταν γενικά ο θεός της μουσικής και της ποίησης. Γι' αυτό προέδρευε πάνω στον Ελικώνα, στους αγώνες των Μουσών. Επιπλέον, ήταν θεός και της μαντικής. Πίστευαν ότι εμπνέει τόσο τους μάντεις όσο και τους ποιητές. Επίσης ήταν θεός ποιμενικός που οι έρωτές του με τις Νύμφες και τους νέους που έγιναν λουλούδια τον συνέδεαν με τη βλάστηση και τη φύση. Ήταν ακόμη θεός πολεμιστής που με τα τόξα και τα ολόχρυσα βέλη του μπορούσε να στείλει από μακριά την εκδίκησή του.

Τα ιερά ζώα τα αφιερωμένα στον Απόλλωνα ήταν ο λύκος και το ελάφι. Από τα πουλιά ο κύκνος, ο γύπας και το κοράκι που από το πέταγμά τους έπαιρναν χρησμούς. Τέλος, από τα θαλάσσια ζώα το δελφίνι, που το όνομά του θύμιζε τους Δελφούς, το κυριότερο ιερό του Απόλλωνα. Η δάφνη ήταν το κατεξοχήν ιερό φυτό του θεού.
Ο Απόλλωνας ήταν η προσωποποίηση του φωτός και του ήλιου. Αντιπροσώπευε τις καλές τέχνες, τη μουσική και την ποίηση, που τόσο πολύ λάτρεψαν και καλλιέργησαν οι αρχαίοι Έλληνες.

Προσωποποίηση του Ήλιου. Ηλιακός θεός που αργότερα εξελίχθηκε σε θεό της ποίησης, της μουσικής και της μαντείας. 

Στον ύμνο για τον Πύθιο Απόλλωνα, οι Μούσες έψαλλαν, οι Χάριτες και οι Ώρες χόρευαν και ο Απόλλωνας έπαιζε τη λύρα του. Γι' αυτό και ήταν ο αρχηγός του χορού των Μουσών, ο Μουσηγέτης. Η λύρα ήταν το όργανο του. 

Ο Απόλλωνας ήταν ο θεός των κιθαρωδών. Σε ένα νόμισμα από τους Δελφούς, τον βλέπουμε όρθιο, ντυμένο με μακρύ χιτώνα και μανδύα. Κρατάει τη λύρα και το βάδισμα του είναι μεγαλοπρεπές. Η στάση του εκφράζει μια κατάσταση έμπνευσης και ενθουσιασμού. 

Οι αρχαίοι Έλληνες του είχαν δώσει τα επίθετα αειγενέτης (εκείνος που αναγεννιέται ασταμάτητα), ακερσεκόμης, εκατήβολος (που ρίχνει τα βέλη του από μακριά), Φοίβος (ο λαμπερός, ο φωτεινός θεός), χρυσοκόμης (αυτός με τα ξανθά και χρυσά μαλλιά). 

Η γέννηση του Απόλλωνα

Ο Απόλλωνας γεννήθηκε από την ένωση του Δία και της Λητούς. Η Λητώ, κυνηγημένη από την Ήρα, περιπλανήθηκε από περιοχή σε περιοχή για να βρει ένα μέρος να γεννήσει τον Απόλλωνα μέχρι που ξαφνικά εμφανίστηκε μέσα από τη θάλασσα η αδελφή της Αστερία, ως νήσος Δήλος και δέχτηκε τη Λητώ. 

Η Λητώ γέννησε τον Απόλλωνα κάτω από ένα φοίνικα. Ο φοίνικας συμβολίζει την αυγή, δηλαδή το πορφυρό χρώμα που βάφεται ο ουρανός στην ανατολή πριν την εμφάνιση του ήλιου. Έτσι ο φοίνικας, δηλαδή η αυγή, βοηθά τη Λητώ, που συμβολίζει τη νύκτα, να γεννήσει τον Απόλλωνα, δηλαδή την ημέρα. 

Απόλλωνας και Δελφοί

Πριν την εμφάνιση του Απόλλωνα, το μαντείο των Δελφών ανήκε σε πολλές άλλες θεότητες όπως τη Γαία, τη Θέμιδα και τη Φοίβη. Η Γαία έδωσε το μαντείο στη κόρη της Θέμιδα και αυτή με τη σειρά της στη Φοίβη. Από τη Φοίβη η κατοχή του μαντείου πέρασε στον Απόλλωνα. (Αισχύλος, Ευμένιδες στ. 1-Cool. Η διαδοχή της λατρείας στους Δελφούς από τη Γαία στον Απόλλωνα φανερώνει τη σύγκρουση ανάμεσα στην παλαιά και τη νέα τάξη, ανάμεσα στους δαίμονες της Γης και τους θεούς του Ολύμπου. 

Στους Ορφικούς, η Γαία συμβόλιζε τη Γη και η Φοίβη τη Σελήνη. Έτσι η διαδοχή των λατρειών γίνεται : Γη - Σελήνη - Ήλιος. Ο άνθρωπος ξεκίνησε να λατρεύει της γήινες δυνάμεις και μετά προχώρησε στη λατρεία των ουράνιων δυνάμεων. Έτσι η φυσική σειρά των λατρειών από τη Γαία στον Απόλλωνα εκλήφθηκε από τον απλό άνθρωπο ως η μάχη μεταξύ της Γης και του Ήλιου, του Σκότους και του Φωτός.
 
Το μαντείο φύλαγε ένας δράκος, ο Πύθωνας.  Η Ήρα είχε στείλει τον Πύθωνα να κυνηγήσει τη Λητώ για να μη γεννήσει. Αλλά δεν μπόρεσε τελικά να εμποδίσει τη γέννηση του Απόλλωνα και της Άρτεμης και επέστρεψε στον Παρνασσό. Ο Απόλλωνας έριξε ένα χρυσό βέλος και σκότωσε τον Πύθωνα. Έτσι έγινε κύριος του μαντείου και ονομάστηκε Πύθιος. Επειδή όμως είχε πέσει σε ηθικό παράπτωμα για το φόνο του Πύθωνα, αποφάσισε να αυτό-εξοριστεί για ένα χρόνο στα Τέμπη και να εξιλεωθεί. Μετά επέστρεψε στους Δελφούς με μια δάφνη στα χέρια του.

Ο Υπερβόρειος Απόλλωνας

Ένας από τους πλέον αινιγματικούς μύθους είναι αυτός του Υπερβόρειου Απόλλωνα. Η Υπερβορεία ήταν η χώρα που επισκεπτόταν κάθε χειμώνα ο Απόλλωνας με το ιπτάμενο άρμα του, που το έσερναν κύκνοι και επέστρεφε την άνοιξη στη Δήλο και τους Δελφούς. Σύμφωνα με την παράδοση, η μητέρα του Λητώ, καταγόταν από μια φανταστική χώρα του μακρινού Βορρά που βρισκόταν πέρα από τα Ριπαία Όρη. Όταν πλησίαζε η στιγμή της γέννησης του Απόλλωνα, πήγε στη Δήλο συνοδευόμενη από τις δυο Υπερβόρειες παρθένες Άργη και Ώπι. Άλλες δυο παρθένες, η Λαοδίκη και η Υπερόχη, μετέφεραν τα θεϊκά αντικείμενα που θα βοηθούσαν τη Λητώ να γεννήσει. Οι Υπερβόρειες Παρθένες θεωρούνταν τροφοί του θεού και έμειναν για πάντα στη Δήλο. 

Οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν για τη μεγάλη διάρκεια των ημερών και τις μικρές νύκτες σε κάποιες χώρες του Βορρά και αυτό τους έκανε να φανταστούν αυτή τη μακρινή περιοχή που ήταν πάντα φωτισμένη από τον ήλιο. Σε αυτή τη χώρα, όπου ο ήλιος δεν έδυε ποτέ, βασίλευε ο Απόλλωνας. Οι Υπερβόρειοι θεωρούνταν οι αγαπημένοι ιερείς και υπηρέτες του θεού. Όταν ο Απόλλωνας ήταν στη Δήλο και τους Δελφούς, έστελναν δώρα και προσφορές για να τον τιμήσουν. Η μυθική χώρα των Υπερβορείων έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην εγκαθίδρυση της λατρείας του Απόλλωνα στην Ελλάδα.

Στο τέλος του φθινοπώρου, όταν ο θεός ήταν έτοιμος να φύγει για την μακρινή χώρα, έψελναν ύμνους που είχαν θλιμμένο τόνο. Τραγουδούσαν την αποδημία του Απόλλωνα στην Υπερβορεία. Την άνοιξη τραγουδούσαν κλητικούς ύμνους, δηλαδή καλούσαν το θεό να επιστρέψει από την πολύμηνη απουσία του και γιόρταζαν την επιδημία του θεού. Ο Απόλλωνας ερχόταν πάνω σε ένα άρμα που το έσερναν κύκνοι και κρατούσε στο χέρι του τη λύρα και τη δάφνη. Στους Δελφούς τιμούσαν την επιστροφή του με τη γιορτή των Θεοφανίων.  

Λατρευτικά επίθετα του θεού

Μοιραγέτης - ο θεός του πεπρωμένου και του θανάτου.

Αλεξίκακος - θεός της υγείας και της ζωής.

Σωτήρας - θεός της κάθαρσης. Λύτρωνε τους ενόχους από το έγκλημα που είχαν διαπράξει.

Δελφίνιος - προστάτης των ναυτικών.

Νόμιος - θεός των βοσκών.

Αγρευτής - προστάτης των κυνηγών.

Κουροτρόφος - προστάτης της νεότητας.


Μαρσύας

Ο Σειληνός Μαρσύας από τη Φρυγία ήταν δεξιοτέχνης στον αυλό. Έπαιζε τόσο όμορφα και όλοι σταματούσαν για να ακούσουν το τραγούδι του. Κυριευμένος από έπαρση, προκάλεσε τον Απόλλωνα σε διαγωνισμό μουσικής. Ο Απόλλωνας δέχτηκε την πρόσκληση και ήρθε ντυμένος με μακρύ χιτώνα, ένα δάφνινο στεφάνι στο κεφάλι και τη χρυσή λύρα στα χέρια του. Ο θεός νίκησε και διέταξε να κρεμάσουν  τον Μαρσύα και να τον γδάρουν ζωντανό.

Γιορτές προς τιμή του θεού

Στεπτήρια - Δαφνηφορία

Για την αναπαράσταση της νίκης του Απόλλωνα κατά του Πύθωνα στους Δελφούς, γίνονταν κάθε εννέα χρόνια μια γιορτή, τα Στεπτήρια. Κατασκεύαζαν μια ξύλινη καλύβα που αναπαριστούσε τη φωλιά του Πύθωνα. Ένας όμορφος έφηβος αριστοκρατικής καταγωγής υποδυόταν τον Απόλλωνα και έφτανε την καθορισμένη μέρα με πομπή έξω από την καλύβα, την οποία πυρπολούσαν με αναμμένες δάδες. Στη συνέχεια οι μετέχοντες στη γιορτή πήγαιναν στα Τέμπη, όπως είχε κάνει και ο Απόλλωνας. Εκεί ο έφηβος υποβαλλόταν σε τελετές κάθαρσης και εξαγνισμού.

Μετά τον εξαγνισμό, ο έφηβος που υποδυόταν τον Απόλλωνα, έπαιρνε την ιερή δάφνη και επέστρεφε στους Δελφούς σε πομπή μέσα σε παιάνες και ύμνους που έψαλλε η συνοδεία του. Η γιορτή της επιστροφής του Απόλλωνα στους Δελφούς ονομάζονταν Δαφνηφορία.

Θαργήλια

Τα Θαργήλια ήταν μια από τις σημαντικότερες γιορτές στην αρχαία Ελλάδα. Ήταν ο εορτασμός της προσφοράς των πρώτων καρπών της συγκομιδής. Τελούνταν το μήνα Θαργηλιώνα, δηλαδή περί τα μέσα Μαϊου, στην αρχαία Αθήνα προς τιμή του Απόλλωνα και της Άρτεμης. Η γιορτή πήρε το όνομα της από τη λέξη θάργηλος που σήμαινε τους πρώτους καρπούς της συγκομιδής. Αυτούς τους πρώτους καρπούς πρόσφεραν στο θεό και με αυτούς ζύμωναν το ψωμί. Πριν την εμφάνιση της λατρείας των Ολύμπιων θεών Απόλλωνα και Άρτεμης, η γιορτή ήταν αφιερωμένη στον Ήλιο και τις Ώρες. Στη γιορτή αυτή, όπως και στα Πυανέψια, μετέφεραν την ειρεσιώνη. Επίσης γίνονταν μουσικοί αγώνες, στους οποίους έπαιρναν μέρος άντρες και παιδιά. Το βραβείο του νικητή ήταν ένας τρίποδας, που αφιερώνονταν στο ιερό του Απόλλωνα στην Αθήνα. 

Ο Απόλλωνας, ως ηλιακός θεός, ασκούσε σοβαρή επίδραση στους καρπούς της γης. Αυτή η επίδραση ήταν άλλοτε ευεργετική και άλλοτε βλαβερή. Αυτός έκανε τους καρπούς να ωριμάζουν και επίσης τους ξέραινε και τους έκαιγε. Οι πιστοί λοιπόν ένιωθαν την ανάγκη να ευχαριστήσουν το θεό για το ωρίμασμα των καρπών και συνάμα να επικαλεστούν την εύνοια του για να μην καταστρέψει αυτούς με τη θερμή ακτινοβολία του.

Στη γιορτή αυτή γινόταν επίσης και η τελετή εκδίωξης του Φαρμακού από την πόλη. Ήταν μια τελετή εξαγνισμού με σκοπό την απαλλαγή της πόλης από το κακό, τις συμφορές και τις αρρώστιες. Ο φαρμακός ήταν ο αποδιοπομπαίος τράγος επάνω στον οποίο είχαν φορτώσει όλα τα δεινά. Περιέφεραν με πομπή στην πόλη δυο ανθρώπους, έναν άντρα και μια γυναίκα. Ο φαρμακός των αντρών είχε μαύρα σύκα τυλιγμένα γύρω από το λαιμό του και ο άλλος λευκά. Τους οδηγούσαν έξω από την πόλη και τους υποχρέωναν να απομακρυνθούν. Κάποιες φορές τους μαστίγωναν μέχρι θανάτου.     

Υακίνθια

Ο Υάκινθος ήταν ένας πολύ όμορφος νέος από τις Αμυκλές της Λακωνίας. Ο Απόλλωνας τον ερωτεύτηκε, αλλά τον σκότωσε ρίχνοντας άθελα του ένα δίσκο. Κατά μια εκδοχή του μύθου, τον Υάκινθο αγαπούσε και ο Ζέφυρος, η προσωποποίηση του δυτικού ανέμου. Και από θέμα ζήλιας προς τον Απόλλωνα άλλαξε κατεύθυνση το δίσκο και χτύπησε τον Υάκινθο. Από το αίμα του φύτρωσε το ομώνυμο λουλούδι. Ερμηνευτικά, ο δίσκος του θεού είναι ο ηλιακός δίσκος και ο υάκινθος το λουλούδι που φυτρώνει με τις ανοιξιάτικες βροχές. Ο θάνατος του Υάκινθου συμβολίζει τις καυτές ακτίνες του ήλιου που καταστρέφουν κάθε νέα βλάστηση της άνοιξης.

Εκείνη την εποχή τελούσαν τα Υακίνθια στη Λακωνία. Η πρώτη μέρα της γιορτής ήταν αφιερωμένη σε τελετές θλίψης. Θρηνούσαν το χαμό του όμορφου νέου που πέθανε σε τόσο νεαρή ηλικία. Άφηναν νεκρώσιμες προσφορές στον τάφο του, που βρισκόταν στα πόδια του αγάλματος του. Η δεύτερη μέρα ήταν αφιερωμένη στον Απόλλωνα. Πολλοί νέοι έπαιζαν κιθάρα και τραγουδούσαν. Θυσίαζαν κατσίκες και γίνονταν υπαίθριες δεξιώσεις κάτω από σκηνές, όπου οι πολίτες καλούσαν φίλους και συγγενείς.

Κάρνεια

Τα Κάρνεια ήταν η μεγάλη γιορτή των Σπαρτιατών προς τιμή του Κάρνειου Απόλλωνα. Γίνονταν κάθε τέσσερα χρόνια και διαρκούσε εννιά μέρες. Οι Σπαρτιάτες έστηναν εννιά σκηνές και σε κάθε μια σκηνή ζούσαν εννέα άνθρωποι, που αντιπροσώπευαν τρεις φατρίες. 

Εκλέγονταν πέντε άνδρες από κάθε φυλή που ονομάζονταν Καρνεάτες και είχαν την επιμέλεια όλης της γιορτής. Ο ιερέας που είχε την ευθύνη των θυσιών λεγόταν αγητής και η ημέρα των θυσιών λεγόταν Αγητόρια. Οι άντρες που εκλέγονταν από την κάθε φυλή έπρεπε να είναι άγαμοι και δεν μπορούσαν να νυμφευτούν στη διάρκεια των τεσσάρων ετών. 

Στη γιορτή γινόταν αγώνας σταφυλοδρόμων. Ένας από τους Καρνεάτες, αφού απηύθυνε ευχές στην πόλη για το τέλος της συγκομιδής, απομακρυνόταν τρέχοντας από τους σταφυλοδρόμους. Αυτοί τον κατεδίωκαν κρατώντας τσαμπιά από σταφύλια στα χέρια τους. Αν τον έπιαναν, θεωρούνταν καλός οιωνός για την πόλη. Ενώ αν ο νέος ξέφευγε, θεωρούνταν κακός οιωνός. 

Πυανέψια

Τα Πυανέψια ήταν φθινοπωρινή γιορτή προς τιμή του Απόλλωνα και γιορτάζονταν το μήνα Πυανεψιών, μετά το καλοκαίρι. Γινόταν προσφορά των πρώτων καρπών της συγκομιδής και ήταν μια γιορτή με ευχαριστήριο χαρακτήρα. 

Η γιορτή καθιερώθηκε από τον Θησέα, όταν έφυγε από την Αθήνα για να σκοτώσει τον Μινώταυρο. Πριν φτάσει στην Κρήτη, σταμάτησε στη Δήλο και έκανε θυσία στον Απόλλωνα, υποσχόμενος, ότι αν γύριζε ζωντανός με τους συντρόφους του, θα του πρόσφεραν ένα στολισμένο κλαδί ελιάς. Κατά την επιστροφή του, όντως έκανε πράξη την υπόσχεση του. Όταν όμως έφτασε στην Αττική και επειδή οι προμήθειες τους είχαν τελειώσει, αυτός και οι σύντροφοι του, έβρασαν σε μια χύτρα ο,τι είχε απομείνει και τα έφαγαν σε κοινό γεύμα. 

Κατά τη διάρκεια της γιορτής γινόταν πομπή κοντά στο ναό του Απόλλωνα. Έβραζαν όσπρια και λαχανικά, μέρος των οποίων πρόσφεραν στο θεό. Τον ευχαριστούσαν για την αφθονία καρπών και η γιορτή συνεχιζόταν με τη μεταφορά της ειρεσιώνης. Η ειρεσιώνη ήταν κλαδί ελιάς τυλιγμένο με μαλλί, όπου έδεναν όλων των ειδών τα φρούτα, καθώς και μπουκαλάκια με κρασί και λάδι. Ένα αγόρι, του οποίου ζούσαν και οι δυο γονείς, μετέφερε την ειρεσιώνη και την κρεμούσε στις πόρτες του ναού του Απόλλωνα, για να τον ευχαριστήσουν για τη γονιμότητα της γης και την αφθονία των καρπών της. Επίσης κρεμούσαν την ειρεσιώνη στις πόρτες των σπιτιών τους, ως φυλακτό ενάντια στο λοιμό και λιμό, για ένα χρόνο.  


Ορφικός Ύμνος προς τον Απόλλωνα

Ελα, ώ μακάριε Παιάν, πού φόνευσες τον Τιτυόν, Φοίβε Λυκωρέα, Μεμφίτη, συ πού
τιμάσαι λαμπρά, ό ίηιος, ό παρέχων ευτυχία, πού έχεις χρυσή λύρα καί έχεις σχέσιν
με τα σπέρματα, ό προστάτης των καλλιεργητών, ό Πύθιος, ό Τιτάν, ο Γρύνειος. ό
Σμινθεύς, ό φονεύς του Πύθωνος, ό Δελφικός, ό μάντης, ό άγριος, ό θεός πού φέρει το
φως, ό αγαπητός, ο ένδοξος νέος συ πού είσαι ο ηγέτης των Μουσών, ό αρχηγός του
χορού, ο μακροβόλος, ό τοξοβόλος ό Βράγχιος καί Διδυμεύς, ό τοξότης, ό Λοξίας, ό
αγνός, ω ανακτά της Δήλου, πού το μάτι σου, που φωτίζει τους ανθρώπους, βλέπει τα
πάντα, συ με την χρυσή κόμη, πού μας δίνεις προφητικές καθαρές φωνές και χρησμούς,
άκουσε την προσευχήν μου υπέρ των λαών με ευφρόσυνη καρδιά, διότι εσύ βλέπεις
όλον αυτόν τον απέραντον αιθέρα καί από επάνω βλέπεις την ευτυχισμένη γη καί από
κάτω στο σκοτάδι κατά την νύκτα εν ώρα ησυχίας, πού έχεις για μάτια τα άστρα, βλέπεις
τις ρίζες (τα θεμέλια), και έχεις τα πέρατα όλου του κόσμου (κάτω από τα μάτια σου)·
εσύ φροντίζεις για την αρχή καί το τέλος, καί κάνεις να θάλλουν τα πάντα· εσύ
συναρμόζεις κάθε πόλο με την κιθάρα, πού έχει μεγάλο ήχον άλλοτε μεν βαδίζων
προς τα τέρματα της νεάτης (της κατωτάτης χορδής), άλλοτε πάλι προς την ύπάτην
(την ύψηλοτάτην χορδήν), άλλοτε δε συμμειγνύων κάθε πόλον είς την Δωρικήν
διάταξη. Διαχωρίζεις τα διατηρούμενα είς την ζωήν φύλα συγκεράσας δια
της αρμονίας την παγκόσμιο μοίρα των ανθρώπων (τη μοίρα τή θέση των
ανθρώπων σε όλο τον κόσμο)· άνέμειξες εξ ίσου καί με τα δύο (καί με την νεάτην καί
με την ύπάτην) τον χειμώνα καί το θέρος, διεχώρισες δε τον χειμώνα είς υπάτας καί το
θέρος με τις νεάτες και σχημάτισες το ωραίο Δωρικό άνθος του πολυαγαπημένου
έαρος
Εξ αυτού οι άνθρωποι σε καλούν με την επωνυμία ανακτά Πάνα θεό με δύο κέρατα,
πού αφίνεις τα σφυρίγματα των ανέμων και γι αυτό κρατείς την σφραγίδα, που δίνει τον
τύπο εις όλον τον κόσμο (πού διαμορφώνει όλο τον κόσμον) άκουσε με μακάριε, και
σώσε τους μυημένους που σε ικετεύουν.

Λητώ

Έκτη θεά- σύζυγος του Δία η κόρη των Τιτάνων Κοίου και Φοίβης, η Λητώ. Γράφει ο Ησίοδος:

« Και η Λητώ γέννησε τον Απόλλωνα και τη σαϊτοβόλα Άρτεμη,
τα πιο αγαπητά παιδιά απ’ όλους τ’ Ουρανού τους απογόνους,
σαν με το Δία έσμιξε ερωτικά που την αιγίδα έχει. »
Το όνομα Λητώ προέρχεται από το ρήμα “λήθω: επομένως είναι η μυστηριώδης. 

Το ρήμα “λήθω” δηλώνει την έννοια του μένω κρυμμένος, περνώ απαρατήρητος, κάνω κάτι χωρίς να με καταλάβουν, διαφεύγω της προσοχής κρύβομαι, ξεφεύγω, ξεγλιστρώ κλπ. Έτσι, η Λητώ είναι αυτή που παραμένει κρυμμένη, και αφανέρωτη, ή κάποια που γύρω από το όνομα της και την ταυτότητά της προξενεί λήθη, και που γίνεται φανερή όταν εμφανίζεται στην Δήλο καθώς Δήλος σημαίνει την φανερή, την γνωστή, την εμφανή, την πρόδηλη, την έκδηλη, την ολοφάνερη και την εμφανέστατη. Η Λητώ ταυτίζεται με την νύχτα αλλά και την λήθη και την αμνημοσύνη

Ο Αρίσταρχος δηλώνει ότι το όνομα της Λητούς προκύπτει από το ρήμα “ λω” που σημαίνει θέλω, αλλά και λέγω, όποιος θέλει/ζητά λαμβάνει από την θεά, όμως η δεύτερη ερμηνεία του λω είναι το επιθυμώ εξ ου και λιλαίω- λιλώ (= επιθυμώ σφόδρα, λαχταρώ, ορέγομαι, πεθαίνω για κάτι, ποθώ με ερωτικό πάθος κλπ). Στον Πλούταρχο διαβάζουμε την ερμηνεία ως Λητώ Μύχια αλλά και Νυχία, ως η πολύ βαθιά, κρυμμένη ή ενδόμυχα, ή ανέκφραστη και ανεκδήλωτη, η “κρυφή” θεά. Και το Νύχια ως η θεά της ξαγρύπνιας και του ξενυχτιού αλλά και της διανυκτέρευσης

Για το όνομά της ο Πλάτωνας γράφει τα λεγόμενα του Σωκράτη:
«Η Λητώ επίσης πήρε το όνομά της από την πραότητά της, με το να είναι εθελήμων (ευήκοος, δεκτική) σε ό,τι της ζητάμε. Το όνομά της πάλι ίσως να οφείλεται στην ονομασία που της δίνουν οι ξένοι, καθώς πολλοί την ονομάζουν “Ληθώ”. Και φαίνεται πως τη λένε έτσι όσοι της δίνουν την ονομασία λόγω του όχι σκληρού αλλά ήρεμου και “λείου” (ομαλού, μαλακού) “ήθους” (χαρακτήρα της.» (Πλάτωνας, “Κρατύλος”, 406a).
  
Η θεότητα αυτή υμνείται με τον ακόλουθο Ορφικό Ύμνο:

« Λητώ γαλαζόπεπλη, θεά διδυμόγεννη, σεπτή,
κόρη του Κοίου, μεγαλόθυμη, πολυλατρεμένη βασίλισσα,
που σου ‘τυχε από το Δία ο ομορφόπαιδος γόνιμος
τοκετός, γεννώντας τον Φοίβο και την τοξόχαρη
Άρτεμη, τη μια στην Ορτυγία, τον άλλο
στη βραχώδη Δήλο, εισάκουσέ με, θεά δέσποινα,
και έχοντας ευφρόσυνη καρδιά έλα
στην πάνθεη τελετή φέρνοντας τέλος ευχάριστο. » (Ορφικός Ύμνος 35, “Στη Λητώ”)

Η Λητώ είναι κατά τον Ησίοδο η έκτη σύζυγος του Δία, οπότε σχετίζεται με το αριθμό έξι (6) ή την εξάδα. Ο αριθμός έξι για τους αρχαίους Έλληνες ήταν ιερός γιατί αποτελεί το γινόμενο του πρώτου άρτιου και του πρώτου περιττού (που δεν ήταν η μονάδα) (2x3=6). Θεωρούσαν ότι εκπροσωπούσε την εξέλιξη των αϊδίων ουσιών της φύσης διαμέσου της μορφής μέσα στη φύση. Το 6 συμβόλιζε επίσης τα έξι είδη των εμψύχων όντων: θεοί, δαίμονες, ήρωες, άνθρωποι, ζώα, φυτά.

Ο Νικόμαχος την αποκαλεί μορφή της μορφής, το μόνο αριθμό που είναι προσαρμοσμένος στην Ψυχή, την καθαρή ένωση των μερών του σύμπαντος, δημιουργό της ψυχής καθώς και Αρμονία. Οι Πυθαγόρειοι ονόμαζαν την εξάδα «τελείωση των μερών». Ο Ιάμβλιχος μας αναφέρει: «Έλεγαν ότι σύμφωνα με την εξάδα εμψυχώθηκε και προσαρμόστηκε ο Κόσμος και ότι τα ζώα και τα φυτά τυχαίνουν ολοκλήρωσης και διάρκειας, επιμελούς υγείας και κάλλους και αρετής και των παρομοίων με την συνένωση και την ανάπτυξη… 
Με την ψυχή κανείς άλλος αριθμός δεν προσαρμόζεται εντελώς όπως η εξάδα και γι’ αυτό θα μπορούσε να ονομαστεί “διάρθρωση του παντός”, καθώς είναι ψυχοποιός και εμποιητική της ζωτικής έξης, απ’ όπου και ονομάζεται εξάδα…. Προσηκόντως δε την διακρίνουν και με το όνομα “φιλίωση” γιατί αυτή συνάπτει το αρσενικό με το θηλυκό. Αποκαλείται και “ειρήνη”, εύλογα δε και πολύ περισσότερο “κόσμος”. Και η συναρίθμηση της λέξης “κόσ-μος” είναι 600, δηλ. 6+0+0=6».

Για να υπεισέλθουμε στην έννοια του 6, πρέπει να θυμηθούμε ότι ο αριθμός αυτός είναι πρώτα απ’ όλα άρτιος και μάλιστα τέλειος, γιατί: 6:6=1, 6:2=3, 6:3=2 και 1+2+3=6, ενώ διαιρείται ακριβώς σε δύο σκέλη: 3+3. Απ’ αυτό προκύπτει η έννοια της ισορροπίας και το σύμβολο του ζυγού. Για να επιτευχθεί όμως ισορροπία ανάμεσα στο πάνω και στο κάτω, πρέπει το 6 να αναπτύξει αρμονικές σχέσεις αφ’ ενός μεν με τον δημιουργό, αφ’ ετέρου δε με τα άλλα πλάσματα. Επομένως είναι ένα όργανο σύνδεσης, φιλίας, έρωτα και κάλλους. Και αυτά η έκτη σύζυγος τα προσφέρει διαμέσου των δύο παιδιών της, του Α
Απόλλωνα και της Άρτεμης.

Ας έρθουμε τώρα στον μύθο μας: Σαν είδε ο βασιλιάς Δίας την ομορφοπλέξουδη Λητώ, θαμπώθηκε από την ομορφιά της. Βάλθηκε να την κάνει δικιά του και άρχισε να την πολιορκεί. Και εκείνη δεν άργησε να του δοθεί. Μα σαν ήρθε η ώρα να γεννήσει τους καρπούς του έρωτά της, η ζηλιάρα Ήρα έκανε ό,τι μπορούσε για να μη φέρει στον κόσμο τα εκλεκτά παιδιά της. Πουθενά δεν έβρισκε μέρος να σταθεί για να μπορέσει να γεννήσει. Με την κοιλιά στο στόμα όλη τη χώρα περιδιάβηκε. 

Πέρασε κάμπους και βουνά, θάλασσες και αφροστεφάνωτα νησιά, μα η γη αρνιόταν να της δώσει τόπο να σταθεί. Την έζωσαν οι πόνοι της γέννας κι ακόμη κανένας θνητός δεν αποφάσιζε, φοβούμενος την οργή της Ήρας, να τη δεχτεί. Μονάχα ένα μικρό νησί, που δε στεκόταν σταθερά αλλά σαν καράβι έπλεε, η Ορτυγία (νησί των Ορτυκιών) ή Αστερία, δέχτηκε να δώσει άσυλο στη δυστυχισμένη Λητώ. Το νησάκι αυτό ήταν φτωχό και άγονο, και δεν μπορούσαν να βοσκήσουν σ’ αυτό πρόβατα μήτε βόδια, ούτε όμως και να καρπίσουν αμπέλια ή άλλα δέντρα. 

Η θεά παρακάλεσε το νησάκι λέγοντας: «Έτσι φτωχό που έχεις το χώμα, ούτε πρόβατα, ούτε και βόδια μπορούν να βοσκήσουν, μήτε δέντρα και αμπέλια να καρπίσουν. Ποιος άνθρωπος θα πατήσει σε άκαρπο νησί με τέτοια ξεραΐλα; Αν όμως επιτρέψεις να γεννηθεί εδώ ο γιος μου, σταματημό δε θα ‘χουν οι άνθρωποι που θα ‘ρχονται κουβαλώντας πλούσιες προσφορές.» Κι απάντησε το νησί: «Μετά χαράς να γεννηθεί εδώ ο τιμημένος γιος σου. Μόνο πρώτα να δώσεις μεγάλο όρκο πως εδώ θα χτιστεί ο πρώτος του ναός και το πρώτο το μαντείο. Μετά ας κάμει σε άλλους τόπους όσα μαντεία θέλει κι ας κτιστούν αμέτρητοι ναοί.» Ορκίστηκε η Λητώ στα νερά της Στύγας το μεγάλο όρκο των θεών. Στο κατάξερο αυτό νησί στάθηκε η όμορφη Λητώ.

Εννιά ολόκληρες μέρες κράτησαν οι πόνοι της γέννας. Η Λητώ ξαπλωμένη στη ρίζα μιας φοινικιάς, του μοναδικού δέντρου που υπήρχε πάνω στο νησί, βογκούσε από τους πόνους και εκλιπαρούσε την Ήρα να της επιτρέψει να γεννήσει τα παιδιά της. Η Ρέα, η Διώνη, η Θέμιδα και άλλες μικρότερες θεές έτρεξαν να βοηθήσουν τη Λητώ, όμως δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα χωρίς τη συγκατάθεση της Ήρας, που κρατούσε επάνω στον Όλυμπο την Ειλείθυια, τη θεά των αίσιων τοκετών. 

Τελικά, έστειλαν την πολύχρωμη Ίριδα, την αγγελιοφόρο των θεών, για να ζητήσει από την Ειλείθυια να έρθει, κρυφά από την Ήρα. Της έταξαν μάλιστα κι ένα γιορντάνι, πλεγμένο με χρυσό νήμα, μακρύ εννιά πήχες, από τον τεχνίτη Ήφαιστο. Εκείνη, παρακινημένη κι από το γιορντάνι δέχτηκε. Μόλις πάτησε το πόδι της στο νησί, η Λητώ εξαντλημένη από τους αβάσταχτους πόνους τόσων ημερών γονάτισε στη ρίζα της φοινικιάς, αντιστύλωσε τα πόδια στο λιγοστό χορτάρι κι έφερε στον κόσμο πρώτα την Άρτεμη και αμέσως μετά τον Απόλλωνα. Την ώρα της γέννας του θεού ιεροί κύκνοι πετούσαν πάνω από το νησί κάνοντας εφτά κύκλους, γιατί ήταν η έβδομη μέρα του μήνα.

Ο Απόλλωνας για να ανταμείψει το φτωχό νησί, μόλις γεννήθηκε το στερέωσε για πάντα με τέσσερις στήλες στο βυθό της θάλασσας και του έδωσε το όνομα Δήλος (= Φωτεινή).

Στον μύθο που αναφέραμε, η Λητώ- Λήθη ενώθηκε ερωτικά με τον Δία- Νου και έφερε στον κόσμο την Άρτεμη- Ημίφως και τον Απόλλωνα- Φως. Πρώτα γεννήθηκε η Άρτεμη και μετά ο Απόλλωνας. Το ημίφως προηγείται του φωτός. Ο Αθ, Σταγειρίτης στο έργο του “Ωγυγία” γράφει: «Και επειδή η Λητώ αλληγορείται και εις λήθην και εις Νύκτα, τα τέκνα ενταύθα σημαίνουσιν , ο μεν Απόλλων τον Ήλιον, η δε Άρτεμις την Σελήνην.»

Από τη νύχτα, δηλαδή το σκοτάδι, τη λήθη- που σημαίνει άγνοια, αμάθεια, γεννιέται- με την επίδραση του νου, το φως- που σημαίνει κατανόηση, γνώση, νοημοσύνη. Ανάμεσα στο σκοτάδι της νύχτας και το φως είναι το ημίφως. Ανάμεσα λοιπόν στην αμάθεια και στη γνώση βρίσκεται η ημιμάθεια. Για να προκύψει από τη λήθη/αμάθεια (Λητώ) το φως/γνώση (Απόλλωνας), χρειάζεται η γονιμοποιός επίδραση του νου (Δία).

Η Ήρα- ψυχή αντιδρά στη γέννηση του Απόλλωνα- φωτός. Είναι θεά, ανώτερη από τη θεότητα Λητώ, αλλά ακόμη, κατά τον Ησίοδο, δεν έχει γίνει σύζυγος του Δία- Νου. Είναι η ψυχή που δεν έχει ανυψωθεί. Αφού δεν έχει συνάψει ακόμη τη σχέση με το Νου, είναι η ψυχή των προσκολλήσεων στην ύλη και των απολαύσεων, η ψυχή που δεν ενδιαφέρεται για τη γνώση, επομένως είναι αντίθετη του φωτός. Σαν ανώτερη θεότητα της Λητούς μπορεί να φέρνει εμπόδια στη γέννα. Η ψυχή του πρωτόγονου (ή του χαμηλού ήθους) ανθρώπου αντιδρά στη γέννηση των γραμμάτων, της τέχνης, του πολιτισμού, στην πρόοδο της ανθρωπότητας. 

Εννιά μερόνυχτα κράτησαν οι πόνοι της γέννας. Ας δούμε ένα απόσπασμα από τον Ομηρικό Ύμνο:

« … μα στη Λητώ, μερόνυχτα εννιά, απρόσμενες
ωδίνες τη βασάνιζαν. Κι ήταν εκεί οι θεές,
όλες οι σπουδαίες, η Διώνη και η Ρέα
και η Ιχναία Θέμιδα κι η πολύπαθη Αμφιτρίτη
κι οι άλλες αθάνατες, εξόν η λευκοχέρα Ήρα,
που στα παλάτια του συννεφομαζώχτη Δία εκαθόταν.
Μόνο η Ειλείθυια η ελευθερώτρια δεν το είχε μάθει•
καθόταν στην κορυφή του Ολύμπου κάτω από χρυσές νεφέλες,
με σχέδιο της λευκοχέρας Ήρας, που την εμπόδισε από τη ζήλια της
που η Λητώ η ομορφομαλλούσα ήτανε να γεννήσει γιο πανέμορφο και γερό.
Εκείνες στείλαν απ’ το καλόχτιστο νησί την Ίριδα
να πάει εκεί την Ειλείθυια, και της υποσχέθηκαν μεγάλο περιδέραιο
εννιάπηχο πλεγμένο με χρυσά νήματα•
την πρόσταξαν να την καλέσει δίχως η λευκοχέρα Ήρα να το καταλάβει,
μήπως αυτή μετά με λόγια την εμπόδιζε να έρθει.
Όταν λοιπόν το άκουσε η ανεμοπόδαρη Ίριδα η γοργή,
έφυγε τρέχοντας και γρήγορα διάνυσε το μεταξύ.
Σαν έφτασε στον ψηλό τον Όλυμπο, την έδρα των θεών,
αμέσως την Ειλείθυια από την πόρτα του παλατιού κάλεσε
και φτερωτά λόγια της είπε,
όσα τη διατάξανε οι θεές που κατοικούν στα δώματα του Ολύμπου.
Κι εκείνης της έπεισε την καρδιά μέσα στα στήθια
και φεύγουν με τα πόδια, όμοιες περιστερές περίτρομες.
Όταν στη Δήλο πάτησε η ελευθερώτρια Ειλείθυια,
τότε ήρθε ο τοκετός και να γεννήσει θέλησε η Λητώ.
Έζωσε με τα χέρια της το φοίνικα, στερέωσε τα γόνατα
στο μαλακό λιβάδι, κι η γη από κάτω χαμογέλασε•
και μόλις ήρθε το παιδί στο φως, όλες οι θεές βγάλαν φωνή.
Εκεί, Φοίβε της αυγής, σε πλύναν οι θεές με γάργαρο νερό,
αγνά και καθαρά, και σε φασκιώσαν σε λευκό πανί
λεπτοϋφασμένο• και με χρυσό σπάργανο σε τύλιξαν. » (Ομηρικός Ύμνος 3, “Στον Απόλλωνα”, 91- ***)

Με τον αριθμό εννέα έχουμε το κλείσιμο ενός κύκλου, του χαμηλού κύκλου που βρίσκεται η ψυχή στην σπειροειδή πορεία της εξέλιξής της. Οι οδύνες ενός τοκετού, που θα φέρει σε ύπαρξη κάτι πολύ ανώτερο Απόλλωνας/φως/γνώση- δεν είναι εύκολο πράγμα. Όπως η ολοκλήρωση της κύησης ενός σωστά αναπτυγμένου εμβρύου, ώστε να γεννηθεί ένα υγειές και αρτιμελές μωρό, θέλει εννέα μήνες, έτσι στο Σύμπαν οι ολοκληρώσεις πραγματοποιούνται σε κύκλους όπου κυριαρχεί ο αριθμός εννέα.

Η γέννηση της Άρτεμης γίνεται πρώτα, χωρίς τη συμπαράσταση θεαινών στη γέννα, και μετά ακολουθεί η γέννηση του Απόλλωνα. Στο νησί Δήλος- λέξη που προέρχεται από το ρήμα δηλόω-ώ (= φανερώνω, καθιστώ δήλον [φανερόν], αποκαλύπτω) φανερώνεται το φως. (Κατά το λεξικό του Ιωαν. Σταματάκου το επίθετο “δήλος” έχει και τη σημασία του «ως εξαίφνης ορατός γενόμενος»). 

Έφτασε το πλήρωμα του χρόνου για την εκ-δήλω-ση των ανώτερων ιδιοτήτων της ψυχής. Να ανέβει στην ανωφερή κλίμακα και από το σκοτάδι/λήθη να βρεθεί στο έντονο φως της γνώσης δια μέσου της επαφής της με τη νέα θεότητα, τον Απόλλωνα, ώστε να πει: «είδον το φως το αληθινόν, το φως το της γνώσεως». Είχε φτάσει η ώρα για να ανέβει η ψυχή στην κλίμακα της εξέλιξης, γιατί η Λητώ κατά τον Σωκράτη (Κρατύλος) εκπροσωπούσε το λείον του ήθους της ψυχής. Δεν ήταν ακατέργαστη, είχε λειανθεί. Ήταν επεξεργασμένη. Από τη Λητώ/ λήθη μπορούσε να προκύψει πλέον α-λήθ-εια. 
Ο Σωκράτης γι’ αυτή τη λέξη λέει: «φαίνεται ότι σύμφωνα με το όνομα τούτο, την “αλήθεια”, έχει ονομαστεί η θεϊκή κίνηση του όντος, επειδή είναι “θεία άλη” (θεϊκή περιπλάνηση). (Πλάτωνας, “Κρατύλος”, 421b). 
Ο Αθηναίος σοφός κάνει αναγραμματισμό: Αλή- θεια → θεία- άλη. Με αναγραμματισμό του (θ)/εια παίρνουμε “αεί”. Έτσι από τη γέννηση του Απόλλωνα, η αλήθεια βρίσκεται σε μία διαρκή θεϊκή κίνηση. Η σκέψη ενεργοποιείται και δημιουργεί γνώση, η ψυχή ανυψώνεται. Ο άνθρωπος από πονηρός- πανούργος που ήταν στην εποχή της Μνημοσύνης γίνεται σοφός- φωτισμένος, μπορεί ακόμη και να ερμηνεύσει τα θεϊκά σημάδια (μαντική), διαμέσου του Απόλλωνα.

ΑΠΟΛΛΩΝ

ΓΕΝΝΗΣΗ 

Ο θεός του φωτός, Απόλλων, ο γιος του Δία και της Λητώς, γεννήθηκε μαζί με την δίδυμη αδελφή του Άρτεμη, στις παρυφές του όρους Κύθνου, στο νησί της Δήλου. Σαν θεός του καθαρού φωτός, ήταν εχθρός του σκοταδιού, της αμάθειας και της κακότητας.

Η γέννα του Απόλλωνα σημαδεύτηκε από την εχθρότητα της Ήρας. Η ζηλιάρα Ήρα όμως αγανακτισμένη από τις αναρίθμητες απιστίες του άντρα της με θνητές και θεές και επειδή δεν είχε τη δύναμη να βλάψει το σύζυγό της, εναντιώθηκε στη Λητώ και βάλθηκε να μην την αφήσει με κανένα τρόπο να γεννήσει. Η Λητώ έτρεχε κατάκοπη σ' ολόκληρη τη γη, δοκιμάζοντας κάμπους, βουνά και θάλασσες για να γεννήσει τα παιδιά της• ολόκληρη η γη αρνιόταν να τη δεχτεί γιατί φοβόταν την τρομερή εκδίκηση της Ήρας. Μονάχα ένα μικρό πλεούμενο νησί, η Ορτυγία (νησί των Ορτυκιών) ή Αστερία, δέχτηκε να δώσει άσυλο στη δυστυχισμένη Λητώ. Το νησάκι αυτό ήταν φτωχό και άγονο, δεν μπορούσαν να βοσκήσουν σ' αυτό πρόβατα ούτε βόδια, ούτε όμως και να καρπίσουν αμπέλια ή άλλα δέντρα. Γι' αυτό λοιπόν δε φοβόταν την οργή της θεάς. Ο Απόλλωνας για να ανταμείψει το φτωχό νησί, μόλις γεννήθηκε το στερέωσε για πάντα με τέσσερις στήλες στο βυθό της θάλασσας και του έδωσε το όνομα Δήλος (= Φωτεινή).

Εννιά ολόκληρες μέρες κράτησαν οι πόνοι της γέννας. Η Λητώ ξαπλωμένη στη ρίζα μιας φοινικιάς, του μοναδικού δέντρου που υπήρχε πάνω στο νησί, βογκούσε από τους πόνους και εκλιπαρούσε την Ήρα να της επιτρέψει να γεννήσει τα παιδιά της. Η Αθηνά, η Δήμητρα, η Αφροδίτη και άλλες μικρότερες θεές έτρεξαν να βοηθήσουν τη Λητώ, όμως δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα χωρίς τη συγκατάθεση της Ήρας, που κρατούσε επάνω στον Όλυμπο την Ειλείθυια, τη θεά των αίσιων τοκετών. Τελικά, έστειλαν την πολύχρωμη Ίριδα, την αγγελιοφόρο των θεών, για να ζητήσει από την Ήρα να επιτρέψει τον τοκετό, προσφέροντάς της ένα περιδέραιο εξαιρετικής ομορφιάς από μάλαμα και κεχριμπάρι, εννιά πήχεις, που είχε κατασκευάσει στο εργαστήρι του ο μεγάλος τεχνίτης των θεών, ο Ήφαιστος. Αυτό το δώρο καταλάγιασε το θυμό της Ήρας, που έστειλε την Ειλείθυια στη Δήλο. Η Λητώ εξαντλημένη από τους αβάσταχτους πόνους τόσων ημερών γονάτισε στη ρίζα της φοινικιάς και έφερε στον κόσμο πρώτα την Άρτεμη και αμέσως μετά τον Απόλλωνα. Την ώρα της γέννας του θεού ιεροί κύκνοι πετούσαν πάνω από το νησί κάνοντας εφτά κύκλους, γιατί ήταν η έβδομη μέρα του μήνα.


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ :
Ο Απόλλων σκοτώνει το Τιτάνα Τιτυό, ο οποίος επιτέθηκε
στην μητέρα του Λητώ, ενώ η μητέρα του Γη προσπαθεί μάταια
να τον προστατεύσει, αττικό ερυθρό κύπελλο 460 π.Χ."


Η Λητώ δεν πρόλαβε να βυζάξει καθόλου το νεογέννητο θεό. Μόλις γεννήθηκε, η Θέμιδα έσταξε στο στόμα του μερικές σταγόνες νέκταρ και λίγη αμβροσία και έτσι έγινε το θαύμα: το βρέφος άρχισε να μεγαλώνει απότομα, τα σπάργανα σκίστηκαν και έπεσαν από το σώμα του. Οι θεές θαμπωμένες από την ομορφιά του, τον καμάρωναν να κάνει βόλτες πάνω στο νησί.


Σύμφωνα με την παράδοση, όταν ήταν νεογέννητο μόνο μερικών ημερών, έφυγε από την Δήλο και έψαξε να βρει την κατάλληλη τοποθεσία για να κτίσει τον ναό του. Επισκέφθηκε σχεδόν ολόκληρη την Ελλάδα και όταν έφθασε στους πρόποδες του όρους Παρνασσού, έμεινε κατ' ενθουσιασμένος.Η τοποθεσία όμως ανήκε στην θεά Γαία και προστατεύονταν από τον γιο της, τον Πύθωνα.
Ο Απόλλων χρησιμοποιώντας το τόξο του και ένα αναμμένο δαυλό, σκότωσε τον Πύθωνα, πήρε υπό την κατοχή του την περιοχή και μετά έφυγε με την αδελφή του Άρτεμη για την Σικυώνα, για να εξαγνισθούν από τον φόνο. Στο μέρος, της Ελληνιστικής πόλης κοντά στην Αγορά (η Αρχαία Ακρόπολη της Σικυώνος κατά τους χρόνους αυτούς), το επονομαζόμενο αργότερα "Φόβος", κατελήφθησαν από φόβο και έφυγαν για την Κρήτη.


Οι πρώτοι ιερείς του ναού ήταν Κρητικοί έμποροι, οι οποίοι ταξίδευαν από την Κνωσό στην Πύλο, αλλά ο θεός άλλαξε την πορεία του πλοίου τους και αγκυροβόλησαν στο λιμάνι της Κρίσσας.

Σύμφωνα με άλλη παράδοση, ο Απόλλων έφυγε από το όρος του Ολύμπου για να εξαγνισθεί από τον φόνο και πήγε να δουλέψει σαν υπηρέτης, στον βασιλιά Άδμητο των Φερών.

Όταν ο Απόλλων εξαγνίσθηκε, επέστρεψε στους Δελφούς στεφανωμένος με δάφνες από τα Τέμπη.


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ : Ο ΑΠΟΛΛΩΝ ΜΕ ΤΙΣ ΝΥΜΦΕΣ ΤΗΣ ΘΕΤΙΔΑΣ - FRANCOIS GIRARDON



Σιγά-σιγά, σαν θεός του φωτός, ο οποίος διαπερνά το σκοτάδι, ο Απόλλων έγινε ο θεός της προφητείας. Πάντοτε δήλωνε την αλήθεια, χωρίς όμως να την φανερώνει, και οι απαντήσεις του ήταν διφορούμενες, μόνο σημεία, όπως έλεγε ο Ηράκλειτος:

"Ο κύριος στον οποίο ανήκει το μαντείο των Δελφών, ούτε φανερώνει την αλήθεια, ούτε την κρύβει, μόνο δίνει σημάδια".



ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ

Είχε 350 επικλήσεις, προσωνύμια και τοπικές λατρείες του. Οι γνωστότερες είναι Φοίβος (σχετίζεται στενά με τις λειτουργίες της λεγόμενης Ειμαρμένης και των Μοιρών), Λύκειος, Αγειεύς, Δελφίνος, ως Θεός μαντευτής (Αγνόμαντις, Αληθής, Δαφναίος, Μαντικός, Μοιραγέτης, Λοξίας, Προόψιος, Τριποδιλάλος). Σαν θεός της νεότητας (Κουροτρόφος, Ολβιουργός, Τελειότατος, Φάνης, Χαροποιός) , με την Ιατρική και την Θεραπευτική (Παίων, Αλεξίκακος, Ηπιόχειρ, Ιατρός), η Μουσική του ενασχόληση του έδωσε τις επικλείσεις (κύριος των Μουσών, Θεός Μουσαγέτης ή Μουσηγέτης. Σχετικές επικλήσεις του οι Μουσικός, Κιθαρωδός, Μουσαγέτης

Άλλες γνωστότερες επικλήσεις του οι Αγραίος, Αγρέτης, Άκτιος, Αμυκλαίος, Γεννήτωρ, Δειραδιώτης, Διονυσοδότης, Εναγώνιος, Επάκυιος, Ήλιος, Κάρνειος, Κιθαρωδός, Κουροτρόφος, Νόμιος, Ογκαίος, Ογκεάτας, Πτώος, Πύθιος, Σπόνδιος, Τμώος, Υπερβόρειος κ.ά.


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ :
Με το τριπτυχο ΄γνωθι σαυτον`, ‘μηδεν αγαν`, ‘μετρον αριστον` Ο Απολλων, ως θεραπευτης θεος, μας παροτρυνει να διαγωμεν βιον υγειην.


ΕΟΡΤΕΣ

Εορτάζονταν περισσότερο από κάθε άλλον θεό.
Ως θεός του φωτός που δίνει ζωή, προάγοντας την υγεία και το καλώς έχει του ανθρώπου,
Τα Θαργέλια (τον Μάιο, στην Αθήνα),
Τα Δελφίνια (Αθήνα),
Τα Υακύνθια (Σπάρτα),
Τα Εκατόμβαια, η θυσία εκατό βοδιών στην Αθήνα (ο πρώτος μήνας του χρόνου, Εκατόμβαιος, ονομάζονταν από το γεγονός). Οι εορτές του, σαν θεός του φωτός, γίνονταν όλες την άνοιξη και το καλοκαίρι.
Εορτάζονταν όχι μόνο την εβδόμη μέρα του μηνός (τα γενέθλια του), αλλά επίσης και η πρώτη μέρα κάθε μήνα, ήταν ιερή γι' αυτόν.

ΣΥΜΒΟΛΑ

Ιερά φυτά του η δάφνη, ο ηλίανθος, η άρκευθος, η μυρίκη, το ηλιοτρόπιο και ο υάκινθος. Η Δάφνη είναι η νύμφη κόρη του ποταμού Πηνειού, που αγάπησε ο μεγάλος Έλληνας θεός όμως χωρίς μεγάλη επιτυχία.
Άλλα σύμβολά του είναι ο Τρίπους, η Κιθάρα και το τόξο ή βέλος. Ιερά ζώα ο λύκος, το γεράκι, ο κύκνος, το κοράκι, ο πετεινός, ο τζίτζικας, το δελφίνι και το κριάρι. Ιερό, λατρευτικό χρώμα του το Χρυσό. Ο ιερός αριθμός του είναι το Επτά (δηλαδή ο αριθμός της πληρότητας, του πνεύματος και του μακροκόσμου).

ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΑΠΟΛΛΩΝΑ

Ο Απόλλων ήταν ο θεός του φωτός, του πολιτισμού, της ηθικής, ο οποίος μάχονταν εναντίον κάθε βαρβαρότητας, αναρχίας και κακίας.
Ο θεός του εξαγνισμού, ήταν συνδεδεμένος πολύ και με τις καλές τέχνες. Ως θεός της μουσικής, παρουσιάζεται να παίζει πάντοτε την λύρα. Ήταν επίσης θεός του αγροτικού χορού, που περιείχε τραγούδι και μουσική.

Στους Δελφούς ο Απόλλωνας σκότωσε ένα φοβερό δράκοντα που ονομαζόταν Πύθωνας και είχε δέκα χέρια και τέσσερα μάτια. Ο δράκοντας αυτός που έμοιαζε με τεράστια σαύρα έκανε πολλές καταστροφές στην περιοχή. Θόλωνε τα νερά αναταράζοντας τις πηγές και τα ποτάμια, κατέστρεφε τις καλλιέργειες, καταβρόχθιζε τα κοπάδια και τρόμαζε τις Νύμφες όταν μάλιστα ήταν πολύ μανιασμένος, στραγγάλιζε και κατάπινε τους ανήμπορους κατοίκους. Εξάλλου, αυτό το τέρας είχε κυνηγήσει, με εντολή της Ήρας, τη Λητώ όταν έψαχνε τόπο για να γεννήσει τα παιδιά της. 
Ο Απόλλωνας με τα ολόχρυσα βέλη που του χάρισε ο Ήφαιστος εξόντωσε τον Πύθωνα και έτσι απάλλαξε τους κατοίκους της περιοχής που για να θυμούνται το κατόρθωμά του καθιέρωσαν προς τιμή του αγώνες οι οποίοι ονομάστηκαν Πυθικοί Αγώνες. Επίσης, έχτισαν ένα μαντείο, το μαντείο των Δελφών, όπου εκεί η Πυθία καθισμένη πάνω στον ιερό τρίποδα, μασώντας φύλλα δάφνης σε κατάσταση ένθεης μανίας αποκάλυπτε τους διφορούμενους χρησμούς του θεού. 

Από το μαντείο αυτό πέρασε κάποτε ο ημίθεος Ηρακλής για να ζητήσει χρησμό. Η Πυθία όμως αρνήθηκε να του απαντήσει, γι' αυτό ο Ηρακλής έκλεψε τον ιερό τρίποδα και πήγε να ιδρύσει αλλού μαντείο. Ο Λοξίας (προσωνυμία του Απόλλωνα για τους διφορούμενους χρησμούς του) καταδίωκε για πολύ καιρό τον Ηρακλή όταν τον έφτασε, πάλευαν εννιά ολόκληρες μέρες και νύχτες αδιάκοπα, ολόκληρη η γη τρανταζόταν από τα χτυπήματά τους. Τελικά, ο Δίας χώρισε τους δυο αντιπάλους ρίχνοντας ανάμεσά τους έναν κεραυνό.


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ : Ο Θεός του Φωτός, της Αρμονίας και της Μουσικής.


Ο Απόλλωνας έλαβε μέρος στη Γιγαντομαχία στο πλευρό του πατέρα του Δία. Επίσης συμμετείχε στον Τρωικό πόλεμο και ήταν πάντοτε με το μέρος των Τρώων. Ακόμη συνέβαλε στην ολοκλήρωση της Αργοναυτικής εκστρατείας βοηθώντας τον Ιάσονα να φτάσει στη μαγική χώρα του Αιήτη.

Δυο φορές χρειάστηκε ο Απόλλωνας να χρησιμοποιήσει τις σαΐτες του για να υπερασπίσει τη μητέρα του, τη Λητώ. Η πρώτη φορά ήταν όταν ο γίγαντας Τιτυός επιθύμησε τη Λητώ και προσπάθησε να τη βιάσει. Ο θεϊκός γιος της ενέργησε αστραπιαία σκότωσε με τα βέλη του το γίγαντα λίγο πριν πραγματοποιήσει την άτιμη σκέψη του. Κάποια άλλη φορά μαζί με την αδερφή του Άρτεμη εξόντωσαν τα παιδιά της Νιόβης, εκτός από δύο, όταν αυτή καυχήθηκε ότι ήταν πιο ευτυχισμένη και πιο τυχερή από τη Λητώ που είχε μόνο δυο παιδιά, ενώ η ίδια είχε δεκατέσσερα.

Ο Απόλλωνας σκότωσε με τα βέλη του τα αρσενικά παιδιά και η Άρτεμη τις κόρες. Ο Δίας λυπήθηκε τη Νιόβη και τη μεταμόρφωσε σε βράχο που κλαίει ακόμη για το χαμό των παιδιών της.

ΕΡΩΤΙΚΗ ΖΩΗ

Απόλλωνας ήταν ένας πανέμορφος θεός, πανύψηλος, με καταπληκτική κορμοστασιά, γαλάζια μάτια και κατάξανθες μακριές μπούκλες. Γι' αυτό είχε πολυάριθμες ερωτικές περιπέτειες με Νύμφες και θνητές.

Αγάπησε τη Νύμφη Δάφνη, την κόρη του θεού ποταμού Πηνειού της Θεσσαλίας. Αυτή ήταν πανέμορφη και τη ζητούσαν από τον πατέρα της πολλά παλικάρια και γνωστοί ήρωες. Ο Πηνειός την παρακαλούσε να παντρευτεί για να του χαρίσει εγγόνια. Αυτή όμως, αγύριστο κεφάλι, δεν άκουγε το γέροντα πατέρα της, γιατί προτιμούσε να κυνηγάει μέσα στα δάση και να συντροφεύει την παρθένα Άρτεμη. Όταν κάποτε τη συνάντησε ο Απόλλωνας, θαμπώθηκε από την ομορφιά της και θέλησε να την κάνει δική του. Η Νύμφη όμως δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτα του θεού και κατέφυγε στο βουνό. Μερόνυχτα ολόκληρα ο Φοίβος (προσωνυμία του Απόλλωνα) την κυνηγούσε ανάμεσα στους θάμνους και τα πουρνάρια, φωνάζοντάς της πως δεν ήταν ένας τυχαίος γαμπρός αλλά ο λαμπρός Απόλλωνας που τον τιμούσαν θεοί και θνητοί. Τη στιγμή όμως που κόντευε να τη φτάσει, η Νύμφη παρακάλεσε τον πατέρα της να τη σώσει από το αγκάλιασμα του θεού. Τότε ο Πηνειός που λυπήθηκε την κόρη του, τη μεταμόρφωσε στο ομώνυμο δέντρο τα πόδια της έγιναν οι ρίζες της δάφνης, το σώμα της ο κορμός, τα χέρια της τα κλαδιά και τα μαλλιά της τα φύλλα του γνωστού δέντρου. Ο Απόλλωνας κλαίγοντας απαρηγόρητα αγκάλιασε το δέντρο και αφού δεν κατάφερε να σμίξει με τη Νύμφη όσο ήταν ζωντανή, ορκίστηκε ότι στο εξής η δάφνη θα ήταν το ιερό δέντρο του και ο ίδιος θα φορούσε πάντα δάφνινο στεφάνι.

Από τη σχέση του με τη θεά της Θεσσαλίας, τη Νύμφη Κυρήνη, ο Απόλλωνας απέκτησε ένα γιο, τον Αρισταίο.

Η Κυρήνη ζούσε άγρια ζωή στα δάση της Πίνδου και προστάτευε τα κοπάδια του πατέρα της. Μια μέρα επιτέθηκε χωρίς όπλα σ' ένα λιοντάρι, πάλεψε μαζί του και το νίκησε. Ο Φοίβος είδε το κατόρθωμά της και την ερωτεύτηκε. Κατόπιν την απήγαγε και με το ολόχρυσο άρμα του την οδήγησε, πετώντας πάνω από στεριές και από θάλασσες, στη Λιβύη• εκεί σ' ένα ολόχρυσο παλάτι έσμιξε μαζί της.

Από τη Θάλεια απέκτησε τους Κορύβαντες, δαίμονες που ανήκαν στη συνοδεία του Διόνυσου, μαζί με τους Σάτυρους και τα άλλα ξωτικά του δάσους.
Με την Ουρανία απέκτησε τους μουσικούς Λίνο και Ορφέα, που γαλήνευαν τη φύση ολόκληρη παίζοντας τον αυλό τους και εξημέρωναν τα άγρια θηρία.
Ο Απόλλωνας είναι ο πατέρας του Ασκληπιού, του θεού της Ιατρικής.
Με τη Κορωνίδα και την άφησε έγκυο. Τον καιρό όμως που αυτή περίμενε παιδί έκανε απιστίες στο θεό πηγαίνοντας μ' έναν θνητό. Όταν το έμαθε αυτό ο Απόλλωνας, οργισμένος από την προσβολή, σκότωσε την άπιστη Κορωνίδα. Τη στιγμή όμως που το σώμα της τοποθετήθηκε πάνω στη φωτιά και ήταν έτοιμο να καεί, ο εκδικητικός θεός μεταμορφωμένος σε γύπα όρμησε και τράβηξε από τα σπλάχνα της το παιδί, ζωντανό ακόμη.


Με τη Μάρπησσα, τη βασιλοπούλα της Αιτωλίας. Ο θεός αγαπούσε τη νεαρή κοπέλα, αλλά την έκλεψε ο θνητός Ίδας μ' ένα φτερωτό άρμα που του δώρισε ο Ποσειδώνας και την οδήγησε στη Μεσσήνη. Εκεί, ο Ίδας και ο Απόλλωνας χτυπήθηκαν αλλά τους χώρισε ο Δίας. Η Μάρπησσα είχε δικαίωμα να διαλέξει ανάμεσα στους δυο εραστές. Μάταια ο θεός την παρακαλούσε και της έδινε υποσχέσεις αιώνιας πίστης και αφοσίωσης. Αυτή διάλεξε το θνητό Ίδα, από το φόβο της ότι ο αθάνατος και αιώνια νέος Απόλλωνας θα την παρατούσε στα γεράματά της, όταν θα την εγκατέλειπαν η ομορφιά και η φρεσκάδα της νιότης.

Με την Κασσάνδρα, την κόρη του Πρίαμου, ο έρωτας δεν ευνόησε το θεό. Ο Απόλλωνας αγαπούσε την Κασσάνδρα και για να την κερδίσει της υποσχέθηκε να της μάθει την τέχνη της μαντικής. Η νεαρή βασιλοπούλα δέχτηκε, όταν όμως έμαθε καλά την τέχνη, εγκατέλειψε το θεό. Άλλοι πάλι λένε πως ο θεός έσμιξε τελικά με την Κασσάνδρα και απέκτησε μαζί της τον Τρωίλο.
Ήταν εραστής της τοπικής ηρωίδας Φθίας, από την οποία απέκτησε τρεις γιους: τον Δώρο, τον Λαόδοντα και τον Πολυποίτη, που τους σκότωσε ο Αιτωλός.

Στην Κολοφώνα πίστευαν πως ο Απόλλωνας ζευγάρωσε με τη Μαντώ, την κόρη του τυφλού μάντη Τειρεσία και από το σπέρμα του γεννήθηκε ο μέγας μάντης Νόμος.

Στην Κρήτη ο ερωτομανής θεός αγάπησε την Ακάλλη, την κόρη του Μίνωα• καρπός της κρυφής σχέσης τους ήταν ο Μίλητος. Η Ακάλλη μόλις γέννησε, άφησε το νεογέννητο στο δάσος, γιατί φοβόταν τον πατέρα της. Ο Απόλλωνας φρόντισε να ζήσει ο γιος του στέλνοντας λύκους να τον προστατεύουν και μια λύκαινα να τον θηλάζει.

Στην Αθήνα ο σκανταλιάρης θεός βίασε την Κρέουσα, την κόρη του βασιλιά Ερεχθέα. Εκείνη μόλις γέννησε εγκατέλειψε το παιδί σε μια ερημιά. Ο Απόλλωνας φρόντισε να φέρει το μωρό στους Δελφούς, όπου το μεγάλωσε η Πυθία. Αυτός ο γιος του Απόλλωνα που με τόσο άσχημο τρόπο ήρθε στη ζωή ονομάστηκε Ίωνας.


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ : AΠΟΛΛΩΝ ΚΑΙ ΔΑΦΝΗ, LORENZO BERNINI

Ο Απόλλωνας λέγεται ότι αγάπησε και νέους άντρες. Πιο σημαντική είναι η ερωτική του περιπέτεια με τον Υάκινθο, έναν παρά πολύ όμορφο νέο. Μια μέρα που έπαιζαν οι δυο τους με το δίσκο ο τρομερός Ζέφυρος (άνεμος), επειδή ζήλευε το θεό, παρέσυρε το δίσκο ο οποίος χτύπησε τον Υάκινθο και τον σκότωσε ακαριαία. Ο Φοίβος απαρηγόρητος από το θάνατο του φίλου του και για να κάνει αθάνατο το όνομά του, τον μεταμόρφωσε στο γνωστό ομώνυμο λουλούδι.


ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΑΠΟΛΛΩΝΑ

Πώς σείστηκε το δάφνινο κλωνάρι του Απόλλωνα,
πώς και όλο το ιερό. Μακριά, μακριά όποιος είναι ανόσιος
και να τώρα ο Φοίβος χτυπά με το πόδι το δεξί τα θυρόφυλλα,
δεν βλέπεις; Ξαφνικά νεύμα γλυκό έκανε ο Φοίνικας της Δήλου


και ο κύκνος ευοίωνα στον αέρα τραγουδά.
μόνα σας τα αγκωνάρια των πυλών, μόνες σας οι σύρτες τραβηχτείτε. Γιατί πια ο θεός δεν είναι μακριά.
Στρωθείτε και οι νέοι στο τραγούδι και στο χορό,
Ο Απόλλων δε φανερώνεται στον τυχόντα, αλλά σε όποιον όσιος είναι


Και όποιος τον δει, σεβάσμιος αυτός και όποιος δεν τον είδε ανόσιος εκείνος
Θα σε αντικρίσουμε, μακροσαγιτάρη, και ποτέ δε θα είμαστε ανόσιοι,
Τώρα που είναι ανάμεσα μας ο Φοίβος, τα παλικάρια μήτε να κρατούν σιωπηλή την κιθάρα, μήτε τα πόδια τους να μην αντιβροντούν , αν είναι γάμο να κάνουν και τη χαίτη να κουρέψουν


Και να στεριώσουν το τείχος πάνω σε παμπάλαια θεμέλια
Χάρηκα τα παλικάρια, γιατί η λύρα πια έπιασε δουλειά.
Ησυχάστε να ακούσετε το τραγούδι του Απόλλωνα, και ο πόντος ησυχάζει, σαν οι τραγουδάρηδες γρικήσουν για την κιθάρα για τα τόξα, όπλα του Λυκώρεος Φοίβου.


Ούτε και η Θέτιδα οδύρεται για τον Αχιλλέα, μαύρη μητέρα,
Όποτε τον παιάνα, τον παιάνα ακούσει
Ακόμα και ο βράχος, ο δακρυολουσμένος, αναβάλλει τα πάθη του, αυτό το λιθάρι το νοτισμένο, που ρίζωσε στη Φρυγία, μάρμαρο αντί για γυναίκα σαν κάτι θλιβερό να θέλει να πει


Αϊέ, αϊέ αχολογήστε: κακό πράμα να τα βάζεις με τους μάκαρες θεούς.
Όποιους τους μάκαρες αντιμάχεται, το δικό μου το βασιλιά πολεμά,
Και όποιος το δικό μου το βασιλιά πολεμά, και τον Απόλλωνα μαζί,


Το χορό ο Απόλλων, γιατί κατά το πώς του αρέσει τραγουδά, θα τον τιμήσει.
Του είναι μπορετό, γιατί δεξιά από το Δία κάθεται.
Ούτε και ο χορός το Φοίβο μόνο μια μέρα θα τον τραγουδήσει. Καλά μπορεί να υμνηθεί αυτός. Μα και ποιος δεν μπορεί να υμνήσει το Φοίβο εύκολα; Μαλαματένια του Απόλλωνα και το ντύμα και οι πιάστρες του χιτώνα. Και οι σαγίτες από τη Λυκία και η φαρέτρα χρυσή και τα πέδιλα. Μέσα στο χρυσάφι ο Απόλλωνας


και με τη μεγαλύτερη προίκα. Βγάλε συμπέρασμα από τους Δελφούς. Και έτσι πάντα ωραίος είναι και πάντα νέος. Ποτέ τα τρυφερά του μάγουλα δεν τα σκέπασε ούτε χνούδι και τα σγουρά του στάζουν στο χώμα ευώδη έλαια, και ούτε πέφτει από τα μαλλιά του λίπος,


μα η ίδια η γιατρειά. Σ’ όποιο μέρος στην πόλη χάμω σταγόνες πέσουν, τα πάντα γιατρεύονται. Στην τέχνη τόσο επιδέξιος δεν υπάρχει άλλος σαν τον Απόλλωνα. Κείνος έλαχε να γίνει τοξότης, άλλος αοιδός
Μα μόνο στο Φοίβο του δόθηκαν χάρισμα και το τόξο και το τραγούδι


Εκείνου τα κότσια και τα μαντέματα, και από το Φοίβο δασκαλεύτηκαν οι γιατροί και βρήκαν αναβολή στο θάνατο. Το Φοίβο και ποιμένα θα τον φωνάξουμε ακόμα, από τότε που στον Άμφρυσσο βοσκούσε άλογα για το ζυγό, καθώς έλιωνε απ’ τον Έρωτα του ισόθεου Άδμητου.


Και τα βοσκήματα των βοδιών θα αβγατίσουνε, κι ούτε και οι αίγες θα ζητούν τα μικρά τους μα θα ‘χουν να θηλάζουν. Σ’ όλα τα βοσκαρούδια ο Απόλλων έριξε το βλέμμα του, και οι προβατίνες δίχως άρμεγμα δε θα ‘ναι, μα όλες θα ζεσταίνουν από κάτω ένα αρνάκι
Και αυτή που τη χρονιά ένα μικρό μόνο γεννά ευθύς και δύο θα γεννήσει.


Στο Φοίβο τα θάρρητά τους έχοντας, οι άνθρωποι σχεδιάσανε πόλεις. Πάντοτε ο Φοίβος αγαπά να κτίζονται πόλεις, και ο ίδιος ξομπλιάζει τα θεμέλια.
Και τα πρώτα τα θεμέλια τα στέριωσε σαν ήταν τεσσάρων χρονών στην όμορφη την Ορτυγία κοντά στην ολοστρόγγυλη λίμνη


Η Άρτεμις αδιάκοπα στάβλιζε για να πιάσει κεφάλια από Κυνθιάδες αίγες
Και ο Απόλλων κεντούσε το βωμό
Και έπειξε τα θεμέλια με κέρατα, στέριωσε και το βωμό από κέρατα και γύρω κεράτινους σήκωσε τοίχους
Έτσι έμαθε να ορθώνει τα πρώτα θεμέλια ο Φοίβος


Ο Φοίβος έβαλε στο νου του Βάττου και τη δικιά μου πόλη, και καλός οιωνός οδηγούσε το λαό που έμπαινε στη Λιβύη να κατοικήσει
Και όρκο πήρε και τείχη να δώσει στους δικούς μας βασιλιάδες. Πάντα κρατά το λόγο του ο Απόλλωνας
Απόλλωνα, πολλοί σε ονοματίζουν και Βοηδρομίωνα


Πολλοί και Κλάριον, σίγουρα έχεις πολλά ονόματα,
Όμως εγώ Κάρνειο σε κράζω. Έτσι σε λέγαν οι πατέρες μου.
Το πρώτο πόλισμα που στέριωσες η Σπάρτη, δεύτερη πάλι η Θήρα, τρίτο λοιπόν η πόλη της Κυρήνης


Και από τη Σπάρτη η έκτη γενιά του Οιδίποδα σε πήγε στην Θήρα για αποικία, και από τη Θήρα ο συφοριασμένος ο Αριστοτέλης σε έστησε δίπλα στην Ασβυστίδα γη, σου έχτισε το πιο ωραίο ανάκτορο, και στην πόλη θέσπισε γιορτή κάθε χρόνο, όπου πολλοί ταύροι για τελευταία φορά χαμηλώνουν το σβέρκο τους, βασιλιά (μου).


Αϊέ, αϊέ πανόσιε Κάρνειε, οι βωμοί σου τόσα ανθη πολύχρωμα φορτώνονται στην άνοιξη, όσα οι Ώρες σωριάζουν, σαν ο Ζέφυρος πνέει τη δροσιά του
Και το χειμώνα (φορτώνονται) γλυκό κρόκο. Και πάντα καίει άσβεστη η φλόγα. Και χθεσινή ανθρακιά δε χωνεύεται στη στάχτη


Στα αλήθεια χάρηκε πολύ ο Φοίβος, όταν οι ζωσμένοι άντρες της Ενυούς, μπήκαν στο χορό με τις ξανθιές τις Λιβύες
Και φτάσαν οι γραμμένες Καρνειάδες ώρες γι’ αυτούς
Αλλά οι Δωριείς δεν μπορούσαν να φτάσουν στις πηγές της Κύρας, μα κατοικούσαν την Άζιλι γεμάτη πλούσια λιβάδια.


Μα ο βασιλιάς έριξε το βλέμμα πάνω τους, και στη δικιά του νύμφη φανερώθηκε σα στάθηκε πάνω στη Μυρτούσσα την απόκρημνη, όπου σαΐτεψε ο μεγαλόχαρος το λιοντάρι, φονιά των βοδιών του Ευρύπυλου
Από κείνο το χορό άλλο πιο θεοτικό δεν είδε ο Απόλλωνας
Και ούτε σ’ άλλη πόλη μοίρασε τόσες ευεργεσίες, όσες στην Κυρήνη,


Καθώς στο νου του είχε τη παλιά αρπαγή, μα ούτε και αυτοί οι Βαττιάδες τιμήσαν περισσότερο άλλο θεό από το Φοίβο.
Αϊέ, αϊέ, ακούμε τον παιάνα, γιατί πρώτο τον ύμνο αυτό βρήκε ο Δελφικός λαός, όταν αποκάλυψες πόσο μακριά ρίχνεις τα χρυσά σου βέλη


Καθώς κατηφόριζες στην Πυθώ σε συναπάντησε το δαιμονικό θηρίο, το φημισμένο φίδι. Αυτό λοιπόν συ το ξέκανες το ένα πάνω στ’ άλλο ρίχνοντας γρήγορα τα βέλη, και αναγάλλιασε ο λαός
Αϊέ, αϊέ, παιάνα, ρίξε το βέλος, δίκαιο τιμωρό η μητέρα σου σε γέννησε
Και από τότε πια σε υμνούν.


Κρυφά ο Φθόνος στου Απόλλωνα τα αυτιά το σφύριξε:
«δεν χαίρομαι τον ποιητή που δεν τραγουδά όσα και ο πόντος.»
Ο Απόλλωνας τον χτύπησε με το πόδι και έτσι μίλησε:
«Μέγα το ρεύμα του Ασσύριου ποταμού, αλλά όλες τις βρωμιές της γης και πολύ βούρκο σέρνει στα νερά του.
μα οι μέλισσες για τη Δήμητρα νερό δεν κουβαλούν από παντού
αλλά απ’ όπου αναβλύζει καθαρή και αμόλυντη βρυσούλα, μικρή σταγόνα κουβαλούν, εφτακάθαρο νερό.
Να ζήσεις βασιλιά. Και ο Μώμος, όπου ο Φθόνος, εκεί να κατοικεί.

  
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ :
Ο θεός Απόλλων



ΜΗΝΙΑΙΟΣ ΥΜΝΟΣ

Άναξ Απόλλων, προστάτη σε κάθε φύσι
Και ηγεμόνα που κατευθύνεις όλα τα άλλα μεταξύ τους σε ένα
Και μάλιστα αυτό το παν και πολυμερές, που είναι πολύχορδο
Πολυθόρυβο, το φέρνεις σε αρμονία•
Εσύ, βέβαια, δίνεις την ομόνοια και την φρόνησι στις ψυχές
Και την δικαιοσύνη, τα οποία είναι τα κάλλιστα από τα δικά σου (πράγματα)
Και (δίνεις) υγεία στα σώματα και κάλλος βέβαια σε αυτά•
Εσύ να μας δίδης πάντοτε την επιθυμία για τα καλά,

Άναξ στις ψυχές μας, σε ώ παιάν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου